- διποδισμός
- ο (AM διποδισμός)νεοελλ.ο φυσικός βηματισμός τού αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών τουαρχ.είδος χορού, διποδία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + ποδισμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διποδισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διποδισμός — ο ο φυσικός βηματισμός του αλόγου και άλλων ζώων τα οποία διαδοχικά ανυψώνουν τα δύο διαγώνια πόδια τους και στηρίζονται στα άλλα δύο διαγώνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διποδία — η (AM διποδία) 1. το να έχει κανείς δύο πόδια 2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ ένα κώλο, μέτρο νεοελλ. διποδισμός* αρχ. είδος χορού τών Λακεδαιμονίων … Dictionary of Greek